(A) Alpha
ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ | ΕΛΛΗΝΙΚΑ |
– | – |
Abbindebeschleuniger | επιταχυντής πήξης |
Abbindeprozess | διαδικασία πήξης |
Abbindezeit | χρόνος πήξης |
Abdichtung | στεγάνωση, στεγανοποίηση |
Abdichtungsarbeiten | εργασίες στεγανοποίησης |
Abdichtungsschicht | στρώση στεγανοποίησης |
Abflussleitungen | σύστημα σωληνών αποχέτευσης (κτιρίων) |
Ablagerung | εναπόθεση |
Abreibung | λείανση, τρίψιμο |
Abrieb | τριβή |
Abriebfestigkeit | αντοχή στην τριβή |
Abriebwiderstand | αντίσταση στην τριβή |
abrunden / abgerundet | στρογγύλεμα / στρογγυλεμένος |
abrutschfest | αντιολισθηρό |
Abrutschfestigkeit | αντιολισθηρότητα |
absorbieren | απορροφώ |
Absorption | απορρόφηση |
Abstand | απόσταση |
Abstandshalter | αποστατήρες, αποστάτες |
Abwasser | λύματα |
Additiv | πρόσθετο, πρόσμικτο |
aktiv | ενεργό, δραστικό |
aliphatisch | αλειφατικό |
Alkaligehalt | περιεκτικότητα σε αλκάλια |
Altbeton | παλαιό-υφιστάμενο-σκληρυμένο σκυρόδεμα |
alterungsbeständig | ανθεκτικό στη γήρανση |
Aluminium | αλουμίνιο |
Anbei | συνημμένα |
anfeuchten | μουσκεύω, βρέχω, υγραίνω |
angesteift (Mörtel) | που έχει πήξει-σκληρυνθεί (κονίαμα) |
anhaften | κολλώ |
Anhydrit | ανυδρίτης, άνυδρο θειικό ασβέστιο |
Ankerloch | οπή φουρκέτας, μουρέλλου (σε τοιχεία) |
anmachen | προετοιμασία μέσω ανάμιξης |
Anmachlösung | υγρό (διάλυμα) ανάμιξης |
Anmachwasser | νερό ανάμιξης |
Anordnung | διάταξη, τοποθέτηση |
anorganisch | ανόργανος |
Anrühren | ανάδευση, ανακάτεμα |
Anschluß | σύνδεση, συμβολή, συναρμογή |
Anspruch | απαίτηση |
Anstrich | επίστρωση, βαφή |
Anteil | μερίδιο |
Anwendung | εφαρμογή |
Anwendungsbereich | τομέας εφαρμογής |
Anwendungsgebiet | πεδίο εφαρμογής |
Applikation | εφαρμογή |
Applikationsverfahren | διαδικασία εφαρμογής |
applizieren | εφαρμόζω |
Aquarium | ενυδρείο |
Arbeit | εργασία |
Arbeitsfortschritt | πρόοδος εργασιών |
Arbeitsfugen | αρμοί διακοπής εργασιών |
Arbeitsgang | βήμα εργασίας |
Arbeitsgeräte | εργαλεία εργασίας |
Arbeitsunterbrechung | διακοπή εργασιών |
Armierungsstahl | χάλυβας οπλισμού |
Armierungsvlies | ύφασμα οπλισμού (π.χ. στεγανώσεων) |
ästhetisch | αισθητικός, καλαίσθητος |
Attika | στηθαίο δώματος (ακραίο) |
ätzend | καυστικό, διαβρωτικό |
Aufbau | δομή, κατασκευή, ανοδομή |
Aufbrennen | {τεχνικός όρος}: Η ελλιπής ωρίμανση, ενυδάτωση (σκλήρυνση) κονιαμάτων-επιστρώσεων, που οφείλεται σε λανθασμένη ποσότητα του νερού ανάμιξης (ελλιπής) ή σε απότομη αφυδάτωση του κονιάματος από παράγοντες όπως πολύ απορροφητικά υποστρώματα, υψηλές θερμοκρασίες ή έντονος αέρας. |
Aufkantung | στηθαίο δώματος |
Auflast | έρμα |
Aufnahme | υποδοχή, ανάληψη |
aufrauen | εκτραχύνω |
aufrecht | όρθιος |
Aufrechterhaltung | διατήρηση |
aufsaugen | απορροφώ |
Aufsicht | επίβλεψη, εποπτεία |
aufstauendes Sickerwasser | υπόγεια ύδατα διείσδυσης με συσσώρευση |
aufstreichen | επάλειψη |
Auftausalz | αντιπαγετικό αλάτι |
auftragen | εφαρμογή (επάνω σε κάτι) |
ausbessern | επισκευάζω, διορθώνω |
Ausbesserung | επισκευή, επιδιόρθωση |
Ausblühung | εξάνθημα |
Ausbreitmaß | εξάπλωση (από δοκιμή εξάπλωσης) |
Ausbreitversuch | δοκιμή εξάπλωσης |
Ausbruch | τμήμα που έχει αποσπαστεί (π.χ. από σοβά, σκυρόδεμα κλπ) |
Ausführung | εκτέλεση |
Ausgangskonsistenz | τελική συνεκτικότητα – εργασιμότητα |
ausgesetzt | εκτεθειμένος |
ausgezeichnet | εξαιρετικός |
Ausgleich | εξομάλυνση |
Ausgleichsarbeiten | εργασίες εξομάλυνσης |
Ausgleichsmörtel | κονίαμα εξομάλυνσης (επιφανειών) |
Aushärtung | σκλήρυνση |
Ausmaß | διάσταση, έκταση, βαθμός |
ausmörteln | γέμισμα με κονίαμα |
ausreichend | επαρκής, αρκετός |
Ausrüstung | εξοπλισμός |
Ausschalfristen | χρονικά όρια ξεκαλουπώματος |
Außenwand | εξωτερικός τοίχος |
ausstemmen | εξαγωγή τμήματος |
Austrocknungszeit | χρόνος στεγνώματος |
Auswirkung | επίπτωση, αντίκτυπος |
Autragsstärke | πάχος εφαρμογής |