(Α) Άλφα
ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ |
– | – |
αγκύρωση | Verankerung |
αδιάλυτος, αναραίωτος | unverdünnt |
αδρανή σκυροδέματος | Betonzuschläge |
αδρανή υλικά | Zuschlagstoffe, Zuschläge |
αδύναμο, ασθενές, χαμηλό | schwach |
αειφορία, βιωσιμότητα | Nachhaltigkeit |
αέρας | Luft |
αερισμός | Belüftung |
αερισμός χώρων (εσωτερικών) | Raumlüftung |
αερισμός χώρων κατοικίας | Wohnraumlüftung |
αεροστεγανότητα | Luftdichtheit |
αεροσυμπιεστής | Druckluftgerät |
αερόφερτος ήχος | Luftschall |
αιθάλη, καπνιά | Ruß |
αίθουσα | Halle |
αίθουσα αποθήκης, μεγάλη αποθήκη | Lagerhalle |
αισθητικός, καλαίσθητος | ästhetisch |
ακάθαρτα ύδατα | Grauwasser |
άκαμπτο | starr |
ακιδωτό ρολό, ακιδωτός κύλινδρος | Stachelwalze |
ακλόνητο, σταθερό | standhaft |
άκρη, χείλος | Rand, Kante |
ακροφύσια ενεμάτων | Injektionspacker |
ακροφύσιο, ακροστόμιο | Düse |
αλειφατικό | aliphatisch |
αλουμίνιο | Aluminium |
αμαξιτός, που μπορεί να δεχθεί κυκλοφορία οχημάτων | befahrbar |
αμβλεία γωνία | Stumpfer Winkel |
άμεσος, ευθύς, απευθείας | direkt |
αμμοβολή | Sandstrahlung |
άμμος | Sand |
ανάγκη σε υλικό | Materialbedarf |
ανάδευση, ανακάτεμα | Anrühren |
αναδευτήρας | Rührwerk |
ανακαίνηση | Sanierung, Renovierung |
ανακαίνιση κτιρίου | Gebäudesanierung |
ανακατεύω | umrühren |
αναλογία ανάμιξης | Mischungsverhältnis |
αναμεικτήρας μεταφοράς σκυροδέματος, βαρέλα (όχημα) | Fahrmischer, (Betonfahrmischer) |
αναμεικτήρας σκυροδέματος, μπετονιέρα | Betonmischer |
ανάπτυξη αντοχών | Festigkeitsentwicklung |
ανάπτυξη, εξέλιξη | Entwicklung |
αναστολέας διάβρωσης | Korrosionsinhibitor |
ανάχωμα | Böschung |
ανελκυστήρας, ασανσέρ | Fahrstuhl |
ανερχόμενη υγρασία μέσω τριχοειδών | kapillar aufsteigende Feuchtigkeit |
ανεστραμμένο δώμα | Umkehrdach |
ανθεκτικό σε ρίζες (αντιριζικό) | wurzelbeständig |
ανθεκτικό στη γήρανση | alterungsbeständig |
ανθεκτικό στον παγετό | frostbeschtändig |
ανθεκτικότητα στις καιρικές επιδράσεις | Wetterbeständigkeit |
ανθεκτικότητα στο χρόνο | Dauerhaftigkeit |
άνθρακας | Kohlenstoff |
άνοιγμα | Öffnung |
ανοιχτή ρωγμή (μεγάλου εύρους) | klaffender Riss |
ανόργανος | anorganisch |
αντιδιαβρωτική προστασία | Korrosionsschutz |
αντίδραση | Reaktion |
αντιολισθηρό | abrutschfest |
αντιολισθηρότητα | Abrutschfestigkeit |
αντιπαγετικό αλάτι | Tausalz, Auftausalz |
αντιστάθμιση | Kompensation |
αντιστάθμιση συρρίκνωσης | Schwindkompensation |
αντίσταση | Widerstand |
αντίσταση αέρος | Luftwiderstand |
αντίσταση στη διάχυση υδρατμών | Wasserdampfdiffusionswiderstand |
αντίσταση στη φωτιά | Feuerwiderstand |
αντίσταση στην τριβή | Abriebwiderstand |
αντίσταση στην φθορά | Verschleisswiderstand |
αντλήσιμο σκυρόδεμα | Pumpbeton |
αντλησιμότητα | Pumpfähigkeit |
αντλία | Pumpe |
αντοχή | Festigkeit |
αντοχή πρόσφυσης | Haftfestigkeit, Haftzugfestigkeit |
αντοχή σε διάτμηση | Scherfestigkeit |
αντοχή σε θλίψη | Druckfestigkeit |
αντοχή σε κρούση | Schlagfestigkeit |
αντοχή σε λοξή διάτμηση | Schrägscherfestigkeit |
αντοχή σε πλύσιμο | Wischfestigkeit |
αντοχή σε τριβή | Abriebfestigkeit |
αντοχή σε χημικές επιδράσεις | Chemikalienbeständigkeit |
αντοχή στην τριβή | Abriebfestigkeit |
ανυδρίτης, άνυδρο θειικό ασβέστιο | Anhydrit |
ανωμαλία (π.χ. επιφάνειας) | Unebenheit |
άοσμος | geruchlos |
απαίτηση σε νερό | Wasserbedarf, Wasseranspruch |
απαιτούμενος | erforderlich |
απαλός | geschmeidig |
αποδοτικός, οικονομικός | ergiebig |
αποθηκευτικός χώρος | Lagerraum |
αποθήκη / αποθήκευση | Lager / lagerung |
απομακρύνω, αφαιρώ, βγάζω | entfernen |
απόμιξη | Entmischung |
απορρίπτω, διώχνω, αποθώ | abweisen |
απορροφάται, διεισδύει, αποστραγγίζει | sickern |
απορρόφηση | Absorption |
απορροφητικός (υπόστρωμα) | saugend (Untergrund) |
απορροφητικός βόθρος | Sickergrube |
απορροφητικότητα | Saugfähigkeit |